- ταυροκτονοῦντας
- ταυροκτονέωslaughterpres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυροκτονώ — έω, Α [ταυροκτόνος] θυσιάζω ταύρους («ταυροκτονοῡντας θεοῑσιν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek